αγνωσιαρχία

αγνωσιαρχία
η филос, см. αγνωστικισμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγνωσιαρχία" в других словарях:

  • αγνωσιαρχία — και αγνωσία, η και αγνωστικισμός, ο Φιλοσ. η φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να γίνει γνωστή η αλήθεια, αρνείται κάθε βεβαιότητα και αντιμετωπίζει τη γνώση με σκεπτικισμό και αμφιβολία …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικισμός — αγνωστικισμός, ο και αγνωσιαρχία, η η φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μεταφυσική γνώση είναι αδύνατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»